- επιστολογραφικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἐπιστολογραφικός, -ή, -όν) [επιστολογράφος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολογραφία ή στον επιστολογράφο2. το θηλ. ως ουσ. η επιστολογραφικήη τέχνη τού να γράφει κανείς επιστολές ή επιστολογραφία.
Dictionary of Greek. 2013.